- ἑτερόχροιος
- ἑτερόχροιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόχροιος — ἑτερόχροιος, ον (Α) ετερόχρους, αλλόχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. εύ χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
ετεροχροιότης — ἑτεροχροιότης, ἡ (Α) [ετερόχροιος] ετερόχροια, αλλοχρωμία, ποικιλοχρωμία … Dictionary of Greek
ἑτερόχροια — difference of colour fem nom/voc sg ἑτερόχροιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)